φούκτα

φούκτα
η, Ν
βλ. χούφτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χούφτα — η / φοῡκτα, ΝΜ, και φούχτα και φούκτα Ν η παλάμη τού χεριού μισόκλειστη, το κοίλο τού χεριού νεοελλ. 1. η ποσότητα που χωράει στην παλάμη τού χεριού («μια χούφτα ρύζι») 2. πολύ μικρός αριθμός («μια χούφτα άνθρωποι») 3. λαβή, ιδίως σπαθιού («και… …   Dictionary of Greek

  • φούχτα — και φούκτα, η / φοῡκτα, ΝΜ βλ. χούφτα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”